ἐξευγενίζει

ἐξευγενίζει
ἐξευγενίζω
produce noble offspring
pres ind mp 2nd sg
ἐξευγενίζω
produce noble offspring
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξευγενιστικός, -ή — ό επίρρ. ά που εξευγενίζει, ο αρμόδιος ή κατάλληλος ή ικανός να εξευγενίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευγενίζω — (AM ἐξευγενίζω) [ευγενίζω] καθιστώ κάποιον ευγενή προάγοντας τον πνευματικά και ηθικά («η μουσική εξευγενίζει τα ήθη») νεοελλ. βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους («τα φυτά εξευγενίζονται με την καλλιέργεια») αρχ. παράγω… …   Dictionary of Greek

  • Σβέερτς, Μισαέλ — (Sweerts). Φλαμανδός ζωγράφος και χαράκτης (Βρυξέλλες 1624 Γκόα, Ινδία 1664). Από το 1646 ως το 1656 περίπου βρισκόταν στη Ρώμη, όπου είχε σχέσεις με μια ομάδα που καλλιεργούσε ακόμα την παράδοση του Καραβάτζιο, από το βαν Λάαρ ως τον Τσερκότσι.… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπιστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τις απόψεις των ανθρωπιστών (βλ. λ.). 2. αυτός που είναι κατάλληλος να μορφώνει, να εξευγενίζει: Οι ανθρωπιστικές σπουδές εξευγενίζουν τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξευγενίζω — εξευγένισα, εξευγενίστηκα, εξευγενισμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ευγενή, του προάγω το ήθος, τον πολιτισμό. 2. βελτιώνω ζωικό ή φυτικό είδος με επιστημονικές μεθόδους: Η καλλιέργεια εξευγενίζει τα φυτά. 3. κατασκευάζω από φτηνές φυσικές πρώτες… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”